ἀκαταστάτῳ

ἀκαταστάτῳ
ἀκατάστατος
unstable
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακαταστατώ — ἀκαταστατῶ ( έω) (Α) [ἀκατάστατος] είμαι ακατάστατος …   Dictionary of Greek

  • ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”